Με επίκεντρο τη Πλύτρα ο επισκέπτης μπορεί να οργανώσει ημερήσιες εκδρομές στη Σπάρτη, στη Μονεμβάσια, στην Ελαφόνησο,
Με επίκεντρο τη Πλύτρα ο επισκέπτης μπορεί να οργανώσει ημερήσιες εκδρομές στη Σπάρτη, στη Μονεμβάσια, στην Ελαφόνησο,
Tο Μουσείο του Αρχαιολογικού χώρου του Μυστρά στεγάζεται στο διώροφο κτήριο της δυτικής πτέρυγας της βόρειας αυλής της Μητρόπολης (ναός Αγ. Δημητρίου Μυστρά).
Το πρώτο άτυπο μουσείο στην ανατολική πτέρυγα του μητροπολιτικού συγκροτήματος ιδρύθηκε από τον Γάλλο βυζαντινολόγο Gabriel Millet στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκεί τοποθετήθηκαν γλυπτά αρχιτεκτονικά μέλη από τους ναούς του Μυστρά, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα η συλλογή εμπλουτίστηκε, με τη συμβολή του μητροπολίτη Σπάρτης Θεόκλητου Μινόπουλου.
Το Μουσείο του Μυστρά ιδρύθηκε επίσημα το 1952, όταν επιμελητής αρχαιοτήτων ήταν ο Νικόλαος Δρανδάκης, οπότε η συλλογή μεταφέρθηκε στη δυτική πτέρυγα του μητροπολιτικού συγκροτήματος. Στην αίθουσα του ορόφου παρουσιάζονταν αντικείμενα μικροτεχνίας, προερχόμενα, στην πλειονότητά τους, από ανασκαφές στο χώρο, καθώς και φορητές εικόνες, ενώ στο ισόγειο η παλαιότερη έκθεση των γλυπτών εμπλουτίστηκε με τη μεταφορά αντικειμένων βυζαντινής εποχής, που μέχρι τότε βρίσκονταν στο Μουσείο της Σπάρτης. Τότε η έκθεση επεκτάθηκε και στον ημιυπαίθριο και στους αύλειους χώρους του μητροπολιτικού συγκροτήματος, συνεχίζοντας μία τάση που είχαν ήδη υιοθετήσει προσωπικότητες, όπως ο μητροπολίτης Ανανίας Λαμπάρδης, που φρόντισαν, ως λάτρεις της τέχνης του παρελθόντος, κατά την ανέγερση του μητροπολιτικού συγκροτήματος, να διακοσμήσουν τις όψεις του με γλυπτά, αναδεικνύοντάς τα παράλληλα.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, η συλλογή του Μουσείου εμπλουτίστηκε σημαντικά. Στις συλλογές του Μουσείου περιλαμβάνονται: Γλυπτά ΄Εργα μικροτεχνίας ,Κεραμικά Νομίσματα, Σπαράγματα τοιχογραφιών, Εικόνες, Υφάσματα και οργανικές ύλες.
Κατά το έτος 2001 η μόνιμη έκθεση αναδιοργανώθηκε, με νέα θεματική, μουσειολογική και μουσειογραφική προσέγγιση.
Η επανέκθεση, με τίτλο ”Βυζάντιο και Δύση: η εμπειρία του υστεροβυζαντινού αστικού κέντρου του Μυστρά”, εστιάζει στις σχέσεις και επαφές του βυζαντινού κράτους με τη Δύση, σχέσεις που γίνονται αφορμή εκατέρωθεν επιδράσεων και διαμορφώνουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, της πνευματικής ζωής και της τέχνης της εποχής των Παλαιολόγων. Ο Μυστράς, ακμαίο υστεροβυζαντινό αστικό κέντρο, αποτελεί εξαιρετικό πεδίο για την ανίχνευση της προσέγγισης Βυζαντίου και μεσαιωνικής Δύσης λίγο πριν την Αναγέννηση.
Η έκθεση οργανώνεται σε τρεις θεματικούς άξονες:
πολιτική ιδεολογία και καλλιτεχνική δημιουργία
προσέγγιση Βυζαντίου και Δύσης σε θέματα καθημερινής διαβίωσης, όπως η αμφίεση
επιδράσεις της δυτικής τέχνης στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Πληροφορίες
Ώρες Λειτουργίας: 8:00 – 15:00 (Χειμερινό)
Εισητήριο: Κανονικό 5€, Μειωμένο 3€ (Ενιαία Είσοδος με Αρχαιολογικό Χώρο Μυστρά)
Μυστράς
Τηλέφωνο: +30 27310 83377
Κλειστό
1η Ιανουαρίου, 25 Μαρτίου, Μ. Παρασκευή (μέχρι 12.00΄), Κυριακή του Πάσχα, 1η Μαΐου, 15 Αυγούστου, 25-26 Δεκεμβρίου
Το Μουσείο της Ελιάς και του Ελληνικού Λαδιού που βρίσκεται στη Σπάρτη, ανήκει στο Δίκτυο Μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς. Στεγάζεται στο χώρο της παλιάς Ηλεκτρικής Εταιρείας, η χρήση του οποίου παραχωρήθηκε στο Ίδρυμα από τον Δήμο Σπαρτιατών. Το έργο εντάχθηκε στο Περιφερειακά Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Πελοποννήσου και χρηματοδοτήθηκε από το Β' και το Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.
Στον άνω όροφο του Μουσείου παρουσιάζεται η μακραίωνη ιστορία των δυο αγαθών (της ελιάς και του λαδιού) και, παράλληλα,αναδεικνύεται η πολύπλευρη σημασία τους για τον ελλαδικό χώρο, σε πεδία όπως η οικονομία, η διατροφή, η υγιεινή, οι λατρευτικές συνήθειες, τα λαϊκά έθιμα. Στην υπαίθρια έκθεση γίνεται αναφορά στην ελαιοκαλλιέργεια και ελαιοσυλλογή, ενώ παρουσιάζονται επίσης τρία ελαιοτριβεία, ένα των προϊστορικών, ένα των αρχαίων και ένα των βυζαντινών χρόνων, τα οποία τίθενται σε λειτουργία στο πλαίσιο εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και προγραμμάτων.
Στον κάτω όροφο συνεχίζεται η παρουσίαση της εξέλιξης της τεχνολογίας των ελαιοτριβείων στην Ελλάδα από τους Μεταβυζαντινούς χρόνους έως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Εκτίθενται μηχανισμοί που σώζονται ή/και έχουν αποκατασταθεί, καθώς και μεγάλες κινούμενες μακέτες, που βοηθούν τους επισκέπτες να αντιληφθούν τις παραδοσιακές τεχνικές παραγωγής του λαδιού. Η έκθεση πλαισιώνεται από ψηφιακές παραγωγές, ενώ στο χώρο του μουσείου λειτουργούν επίσης κυλικείο, εκθετήριο, πωλητήριο και αίθουσα πολλαπλών χρήσεων. Το Μουσείο της Ελιάς και του Ελληνικού Λαδιού είναι το πρώτο στο είδος του που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα. Αξιοποιώντας το παράδειγμα άλλων μεσογειακών κρατών, τα οποία έχουν ήδη αναδείξει τη δική τους παραγωγή μέσα από ποικίλες πρωτοβουλίες, μουσειακές και άλλες, το μουσείο επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να προβάλλει τις προσπάθειες που γίνονται στην Ελλάδα για να διασωθεί η παραδοσιακή τεχνολογία και να αναδειχθεί ο διαχρονικός πολιτισμικός ρόλος της ελιάς και του λαδιού.
ιστότοπος : www.piop.gr/el/diktuo-mouseiwn/Mouseio-Elias-Kai-Ellinikou-Ladiou/to-mouseio.aspx
Φωτογραφίες Μουσείο Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού
Tο Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης φιλοξενεί σήμερα χιλιάδες ευρήματα από την επαρχία Λακεδαίμονος αλλά και από περιοχές του νομού Λακωνίας που δεν καλύπτονται από τις Aαρχαιολογικές Συλλογές του Γυθείου και της Νεάπολης Βοιών. Στις αίθουσες του εκτίθενται ευρήματα που καλύπτουν τη χρονική περίοδο από τη νεολιθική μέχρι την ύστερη ρωμαϊκή εποχή. Τη σπουδαιότερη θέση κατέχουν τα ευρήματα των μεγάλων ιερών της Σπάρτης. O επισκέπτης του μουσείου έχει τη δυνατότητα να θαυμάσει ευρήματα από τις σπουδαιότερες προϊστορικές θέσεις της Λακωνίας, έργα γλυπτικής από τα αρχαϊκά χρόνια έως και τα ρωμαϊκά, προερχόμενα από διάφορες περιοχές του νομού, καθώς και ευρήματα των σωστικών ανασκαφών ανάμεσα στα οποία κατέχουν εξέχουσα θέση, τα τμήματα ψηφιδωτών δαπέδων των ρωμαϊκών χρόνων από τη Σπάρτη. Τέλος, στην έκθεση του μουσείου περιλαμβάνονται λίγα επιγραφικά κείμενα τα οποία φωτίζουν μερικές πλευρές της ιστορίας της Σπάρτης.
Σήμερα, στις εφτά αίθουσες του μουσείου (έκτασης περίπου 500 τ.μ.) εκτίθεται μικρό μόνο, μέρος των πολυάριθμων ευρημάτων που στεγάζονται σε αυτό και τα οποία συνεχίζουν καθημερινά να έρχονται στο φως από τις ανασκαφές της E΄ Eφορείας Προϊστορικών και Kλασικών Aρχαιοτήτων στην περιοχή της Σπάρτης αλλά και σε άλλες περιοχές της Λακωνίας. Στην έκθεσή του έχει περιληφθεί, λόγω ελλείψεως χώρου, μικρό μόνο μέρος των ευρημάτων που φυλάσσονται σε αυτό, τα πλέον ενδιαφέροντα για την επιστημονική κοινότητα ή τον απλό επισκέπτη.
Στην αίθουσα Ι (προθάλαμος) εκτίθενται ενεπίγραφες στήλες των ρωμαϊκών χρόνων, στις οποίες είχαν ενσωματωθεί σιδερένια δρεπάνια, αναθήματα των νικητών των αγωνισμάτων του ιερού της Ορθίας Αρτέμιδος. Στις στήλες αναγράφεται το όνομα του νικητή και τα αγωνίσματα στα οποία διακρίθηκε.
Στην αίθουσα II περιλαμβάνονται ευρήματα από το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος. Από την πληθώρα των ευρημάτων της ανασκαφής, εκτίθενται δείγματα των προσφορών των πιστών προς τη θεά σε ελεφαντοστό, λίθο και πηλό καθώς και μολύβδινα ειδώλια, που θεωρούνται προσφορές των φτωχών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναθηματικές πήλινες μάσκες, μιμήσεις ίσως των ξύλινων, που πιθανότατα χρησιμοποιούνταν στις τελετές προς τιμήν της θεάς. Στην ίδια αίθουσα βλέπουμε ακόμα ευρήματα από τα ιερά της Xαλκιοίκου Αθηνάς, του Αμυκλαίου Απόλλωνος και του Mενελαείου. Σε περίοπτη επίσης θέση βρίσκονται οι μεγάλοι ανάγλυφοι ταφικοί αμφορείς που βρέθηκαν στις ανασκαφές της Σπάρτης.
Στην αίθουσα III, εκτίθενται έργα γλυπτικής των ρωμαϊκών κυρίως χρόνων, όπως πορτραίτα, τμήματα μαρμάρινων σαρκοφάγων ενώ στο κέντρο της αίθουσας βρίσκεται η κεφαλή του αγάλματος της Τύχης της πόλης. Στην ίδια αίθουσα εκτίθενται επίσης τμήματα ελληνιστικών και ρωμαϊκών ψηφιδωτών δαπέδων. Σημαντική θέση κατέχει το πήλινο ομοίωμα πεντήρους από την περιοχή του Ακρωτηρίου του Μαλέα.
Στην αίθουσα IV, το μικρό πατάρι του Μουσείου, εκτίθενται ευρήματα των προϊστορικών χρόνων από διάφορα μέρη της Λακωνίας (Γεράκι, Μελαθριά, Επίδαυρος Λιμηρά, Περιστέρι, Αγγελώνα, Αμυκλές). Σημαντική θέση κατέχουν τα ευρήματα των μυκηναϊκών τάφων της Πελλάνας, όπου έχει αποκαλυφτεί πλούσιο νεκροταφείο των μυκηναϊκών χρόνων.
Στην αίθουσα V, εκτίθενται λίγα δείγματα από το μεγάλο συνολικά αριθμό των ψηφιδωτών δαπέδων που κοσμούσαν τις πολυτελείς οικίες και τα δημόσια κτήρια της Σπάρτης κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Aνάμεσα στις εικονιστικές παραστάσεις των ψηφιδωτών αυτών ξεχωρίζει η παράσταση του Αχιλλέα στη Σκύρο (αρχές 4ου αι. μ.Χ.) και του αποκεφαλισμού της Μέδουσας (3ος αι. μ.Χ.), γοργόνεια, παράσταση Aφροδίτης και άλλες.
Στην Αίθουσα VI, σημαντική θέση κατέχουν τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού του Απόλλωνα στις Αμυκλές, έργο του Βαθυκλή από τη Μικρά Ασία, που συνδύασε με εξαίσιο τρόπο τα ιωνικά και δωρικά στοιχεία, σε ένα ιδιαίτερου τύπου οικοδόμημα, όπου συνδυαζόταν η λατρεία του δωρικού Απόλλωνα και της προδωρικής θεότητας του Υακίνθου. Στο κέντρο της αίθουσας βρίσκεται η αμφίγλυφη πυραμιδοειδής στήλη όπου απεικονίζονται ζεύγη μορφών ( Ορέστης-Κλυταιμνήστρα και Μενέλαος -Ελένη), ενώ μπορεί να δει κανείς μεγάλο αριθμό από τη σειρά των ηρωικών λακωνικών ανάγλυφων με την παράσταση ζεύγους θεοτήτων, ανάγλυφα με την παράσταση των Διοσκούρων και των συμβόλων τους και μικρό μέρος των αναθημάτων του ιερού της Αλεξάνδρας - Κασσάνδρας στις Αμυκλές.
Στην αίθουσα VII, εκτίθενται μερικά δείγματα της λακωνικής κυρίως γλυπτικής. Στο κέντρο βρίσκεται η μορφή του Σπαρτιάτη πολεμιστή, του επονομαζόμενου Λεωνίδα, που βρέθηκε κοντά στο Ιερό της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Σημαντική θέση στην αίθουσα αυτή κατέχει η περίφημη στήλη του Δαμώνονος στην οποία απαριθμούνται νίκες σε αγωνίσματα. Στην ίδια αίθουσα εκτίθενται και ενεπίγραφα σήματα τάφων νεκρών πολεμιστών, το άγαλμα της Ειλείθυιας, θεάς του τοκετού και η γιγαντιαία κεφαλή της Ήρας ή Ελένης.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης υπάγεται στην Ε΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
ιστότοπος : http://odysseus.culture.gr/h/1/gh151.jsp?obj_id=3305
Η Έκθεση του Μουσείου Νεάπολης Βοιών περιλαμβάνει γλυπτά, επιγραφές, επιτύμβιες στήλες, αγγεία. Πυρήνας της υπήρξε η Αρχαιολογική Συλλογή της Νεάπολης αλλά συμπεριλαμβάνονται ευρήματα και από άλλες περιοχές της επαρχίας της Επιδαύρου Λιμηράς, η οποία σχεδόν ταυτίζεται γεωγραφικά με τη χερσόνησο του Μαλέα.
Η ομοιότητα της κάτοψης του εκθεσιακού χώρου με το περίγραμμα της χερσονήσου του Μαλέα και το ταξίδι ενός αρχαίου περιηγητή, αποτέλεσαν τη βάση στον σχεδιασμό της Έκθεσης.
Η περιήγηση ξεκινά από τη βορειοδυτική περιοχή της χερσονήσου και καταλήγει στα βορειοανατολικά παράλια. Στα δεξιά του ο επισκέπτης συναντά τις παραθαλάσσιες αρχαίες θέσεις και στα αριστερά τις αρχαίες θέσεις της ενδοχώρας. Αυτή ακριβώς η γεωγραφική τοποθέτηση δηλώνεται και ως χρωματική επισήμανση (μπλε χρώμα για τις παραθαλάσσιες περιοχές, ώχρα για τις θέσεις της ενδοχώρας, κόκκινο στο άστυ).
Πρόσβαση
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Νεάπολης Βοιών βρίσκεται στη Νεάπολη Λακωνίας, σε απόσταση περίπου 110 χλμ. από τη Σπάρτη. Το κτήριο του Μουσείου χωροθετείται σε απόσταση περίπου 550μ. από το λιμάνι της Νεάπολης, επί της επαρχιακής οδού που οδηγεί από τη Νεάπολη στο Λάχι και τον Άγιο Νικόλαο Βοιών.
Το κτήριο
Το κτήριο του Μουσείου κατασκευάστηκε στη δεκαετία του 1950 με τη συνδρομή ομογενών Βατικιωτών. Ανεγέρθηκε με σκοπό τη στέγαση Υγειονομικού Σταθμού, ωστόσο αργότερα εγκαταλείφθηκε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στέγασε τρεις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου και τη Φιλαρμονική.
Δεδομένης της εγκατάλειψης του κτηρίου και των επανειλημμένων αιτημάτων των κατοίκων της περιοχής για δημιουργία Μουσείου, η (τέως) Κοινότητα Νεάπολης παραχώρησε το κτήριο του παλαιού Υγειονομικού Σταθμού στο Υπουργείο Πολιτισμού με σκοπό τη μεταστέγαση της Αρχαιολογικής Συλλογής και την ίδρυση Μουσείου.
Κατά τα έτη 2006-2008, στο πλαίσιο του Γ΄ ΚΠΣ, πραγματοποιήθηκαν οικοδομικές και ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες στο κτήριο, με φορέα υλοποίησης τη Διεύθυνση Εκτέλεσης Έργων Μουσείων και Πολιτιστικών Κτηρίων του ΥΠΠΟ, προκειμένου να καταστεί κατάλληλο για τη στέγαση των αρχαιοτήτων.
Το έτος 2009 πραγματοποιήθηκε η οριστική παραλαβή του κτηρίου από την Ε΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Σπάρτης.
Ιστορία της Συλλογής
Πυρήνας της Έκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Νεάπολης Βοιών απετέλεσε η Αρχαιολογική Συλλογή της Νεάπολης.
Ιδρύθηκε το έτος 1968, όταν η Κοινότητα Νεάπολης παραχώρησε δύο αίθουσες στο νεόδμητο κτήριό της «διά τήν στέγασιν τῶν ἀνά τήν πόλιν κατεσπαρμένων ἀρχαιοτήτων καί τῶν ἀπό ἐτῶν εἰς τό Γυμνάσιον φυλασσομένων» και ο Επιμελητής Αρχαιοτήτων Άγγελος Δεληβορριάς συγκέντρωσε τα διάσπαρτα στην περιοχή αρχαία.
Η Συλλογή παρέμεινε στο κτήριο της Κοινότητας (μετέπειτα Δημαρχιακό Μέγαρο) έως το 2003, οπότε μεταστεγάστηκε προσωρινά σε δύο ισόγειες αίθουσες του κτηρίου του Γυμνασίου Νεάπολης.
Το 2010 οι αρχαιότητες μεταφέρθηκαν στο κτήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου και το ίδιο έτος εγκρίθηκε η μουσειολογική-μουσειογραφική μελέτη του Μουσείου από το Συμβούλιο Μουσείων.
Το 2011 εντάχθηκε η Πράξη «Έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Νεάπολης Βοιών» στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Δυτικής Ελλάδας – Πελοποννήσου – Ιονίων Νήσων 2007-2013».
Το έργο υλοποιήθηκε, αρχικά, από την Ε΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Σπάρτης (έως το 2014) και στη συνέχεια από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας.
Επικοινωνία
Τηλέφωνα επικοινωνίας
+30 27310 23315 (Σπάρτη)
27340 22877 (Νεάπολη)
Η Αρχαιολογική Συλλογή της Μονεμβασίας στεγάζεται σε ιστορικό διατηρητέο κτήριο με πολλές οικοδομικές φάσεις: κτίσθηκε ως Τζαμί στην Τουρκοκρατία (16ος αιώνας), μετασκευάσθηκε σε δημόσιο κτήριο στην Β' Ενετοκρατία (1690-1713) και λειτούργησε ως φυλακή και καφενείο μετά την Απελευθέρωση.
Η Αρχαιολογική Συλλογή Μονεμβασίας διαθέτει πλούσιο υλικό για την ταυτότητα του "περιώνυμου άστεως" της Μονεμβασίας, η παρουσία της οποίας στη βραχώδη άκρη της Πελοποννήσου μαρτυρείται από τον 6ο μ.Χ. αιώνα.
Η Συλλογή εγκαινιάσθηκε το 1999.
Η επίκαιρη θέση της Μονεμβασίας στους θαλάσσιους δρόμους, ο στόλος της που κυριαρχούσε στα κυριότερα λιμάνια της Μεσογείου αλλά και σ' αυτά του Ευξείνου Πόντου, τα φημισμένα προϊόντα της (όπως ο εξαίρετος Μαλβάζιος οίνος), τα μέλη της κοινωνίας της που διακρίθηκαν στο εμπόριο, στις τέχνες και σε πλήθος πνευματικών δραστηριοτήτων, η τοπική εκκλησία της που ανέδειξε σημαντικές προσωπικότητες, αλλά και η εύνοια που της παρασχέθηκε με αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, σφυρηλάτησαν το κύρος και τη φήμη της.
Μέσα στον ανοικτό μουσειακό χώρο της πόλης της Μονεμβασίας τα σωζόμενα μνημεία της (φρούριο, τείχη, σημαντικοί ναοί, σπίτια, δημόσια κτίρια, χαμάμ, στέρνες),αποτελούν τεκμήρια του παρελθόντος της και διηγούνται με γλαφυρότητα την ιστορική της διαδρομή.
Η μόνιμη έκθεση οργανώθηκε για να παρουσιάσει στο ευρύ κοινό αρχαιολογικά ευρήματα που προέκυψαν από περισυλλογές και ανασκαφικές έρευνες στο χώρο της Μονεμβασίας. Τα εκθέματα αποτελούν ιστορικές μαρτυρίες της ανθρώπινης δραστηριότητας καιτης καλλιτεχνικής ζωής που αναπτύχθηκε στη Μονεμβασιά, από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια μέχρι την όψιμη Τουρκοκρατία, αλλά και υποδηλώνουν την επικοινωνία της Μονεμβασίας, εμπορική και πολιτισμική, με άλλες περιοχές.
Στόχος της έκθεσης είναι να δώσει στοιχεία αφενός για το δημόσιο βίο, μέσα από τη θεματική ενότητα των γλυπτών του δομημένου περιβάλλοντος, και αφετέρου για τον ιδιωτικό ή ατομικό βίο, μέσα από αντικείμ κεραμικής και μικροτεχνίας. Η έκθεση έχει πρωταρχικά παιδευτικό αλλά και πληροφοριακό χαρακτήρα και τα εκθέματα συνοδεύονται, εκτός από τις πινακίδες τους, και από ανάλογα δίγλωσσα επεξηγηματικά κείμενα. Η προτεινόμενη για τον επισκέπτη διαδρομή αρχίζει από τη βόρεια εσωτερική όψη του κτηρίου, με μία ομάδα γλυπτών του εξωτερικού χώρου: τα οικόσημα, δυτική συνήθεια που εισάγεται κατά τη Φραγκοκρατία (ανάγλυφο με το λέοντα της Βενετίας, πλάκα του 1525 με ανάγλυφο θυρεό) και τα γλυπτά που έχουν σχέση με το ζωτικό για την Καστροπολιτεία θέμα του νερού και της ύδρευσης (στόμιο στέρνας, πλάκα κρήνης κ.ά.)
μια άλλη ενδιαφέρουσα ομάδα είναι τα αρχιτεκτονικά γλυπτά εκκλησιών με σημαντικότερα τα προερχόμενα από την Αγία Σοφία, 12ου μ. Χ. αιώνα, τα οποία, λόγω των μετατροπών που υπέστη ο ναός κατά το παρελθόν, δεν είναι δυνατόν σήμερα να επανατοποθετηθούν σ' αυτόν (περιθύρωμα, τμήμα εικονοστασίου κ.?.). Ενδιαφέροντα είναι και τα γλυπτά στ? οποία είναι φανερή και δεύτερη χρήση, δεδομένου ότι το μάρμαρο ήταν υλικό δυσεύρετο και ακριβό.
Στο νότιο εσωτερικό τοίχο του μουσείου έχει ανασυντεθεί και εκτίθεται μαρμάρινο τέμπλο του τέλους του 11ου αιώνα, προερχόμενο από ναό των μεσοβυζαντινών χρόνων, τον παλαιότερο από τους ναούς του Κάστρου, ο οποίος αποκαλύφθηκε τα τελευταία χρόνια μετά από ανασκαφικ? έρευνα.
Η έκθεση ολοκληρώνεται με τις προθήκες όπου εκτίθενται κεραμικά, οικιακά σκεύη και αντικείμενα προσωπικής χρήσης, όπως είναι τα είδη καπνιστού. Με άξονα την καθημερινή ιδιωτική ζωή εκτίθενται τρεις ομάδες αντικειμένων: επιτραπέζια σκεύη, σκεύη σχετικά με υγρά και σκεύη σχετικά με φωτιά.
Η λειτουργία της αρχαιολογικής Συλλογής και ως χώρου υποδοχής και προσανατολισμού του επισκέπτη μέσα στο Κάστρο υποστηρίζεται από το χάρτη στο κέντρο της αίθουσας, όπου εικονίζονται τα κυριότερα μνημεία και προτεινόμενες διαδρομές.
Πηγή: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
odysseus.culture.gr
Το κάστρο της Αγίας Παρασκευής, στο Δημοτικό Διαμέρισμα Μεσοχωριού είναι κτισμένο στην κορυφή βραχώδους υψώματος στον Κάμπο Βοιών, «στα μέρη των Βατίκων», όπως αναφέρει το χρονικό του Μορέως. Βρίσκεται κοντά στα χωριά Μεσοχώρι και Φαρακλό, ενώ απέχει από την Νεάπολη 1850μ. Το σημείο ελέγχει στρατηγικά το Λακωνικό κόλπο και την ευρύτερη χερσαία περιοχή.
Η κατασκευή του κάστρου σύμφωνα με την κεραμική και τα κατασκευαστικά-μορφολογικά του στοιχεία μπορεί να τοποθετηθεί στον 7ο – 9ο αιώνα. Ασφαλέστερα συμπεράσματα για τη χρονολόγηση του θα προκύψουν μετά τον καθαρισμό του χώρου και τη διενέργεια ανασκαφικών τομών.
Οι πρώτες απεικονίσεις του κάστρου σε τυπωμένο χάρτη παρουσιάζονται το 1845 στο isolario του Bartolomeo με τα νησιά του Αρχιπελάγους μεταξύ των οποίων και η χερσόνησος του Μαλέα και το 1552 – 1554 στο χειρόγραφο χάρτη του Τούρκου Ναύαρχου Piri Rei
Πρόκειται για μικρό οχυρό στις γωνίες του οποίου αναπτύσσονται ορθογώνιοι διώροφοι πύργοι. Στο εσωτερικό τους οι πλευρικοί τοίχοι διαρθρώνονται σε τυφλά αψιδώματα που στηρίζονταν σε τετράγωνους πεσσούς. Ιδιαίτερα μορφολογικά γνωρίσματα αποτελούν οι ημικυκλικής διατομής πολεμίστρες, που μαρτυρούν τον αμυντικό χαρακτήρα του συγκροτήματος.
Με πρωτοβουλία των τοπικών αρχών, συλλόγων και κατοίκων της περιοχής, έγινε μεγάλη προσπάθεια για την αναστήλωσή του η οποία ξεκίνησε το 2012, καθιστώντας το πλέον επισκέψιμο, με εύκολη πρόσβαση και χωρίς πρόβλημα στάθμευσης.
Το έργο «Εκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Νεάπολης Βοιών» και το έργο «Συντήρηση και αποκατάσταση κάστρου Βατίκων, Δήμου Μονεμβασίας, Περιφερειακής Ενότητας Λακωνίας» υλοποιήθηκαν, αντιστοίχως, από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας και τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Δυτικής Ελλάδας - Πελοποννήσου - Ιονίων Νήσων 2007-2013» του ΕΣΠΑ 2007-2013.
Το κάστρο της Αγίας Παρασκευής είναι πλέον επισκέψιμο.
πηγή: Κάστρα της Ελλάδας
Οι Καρυές είναι ένα παραδοσιακό χωριό, χτισμένο στους πρόποδες του Πάρνωνα και πλημμυρισμένο από καστανιές και καρυδιές. Βρίσκεται στην βορειοανατολική πλευρά του νομού Λακωνίας, στα όρια με τον νομό Αρκαδίας, και σε υψόμετρο 950μ. Το δάσος, τόσο κοντά με τα παραδοσιακά σπίτια, οι εναλλαγές των χρωμάτων, η γραφική πλατεία με τον αιωνόβιο πλάτανο, η φιλοξενία των κατοίκων, οι αφηγήσεις των γερόντων, προκαλούν τον επισκέπτη να ανακαλύψει τις κρυφές ομορφιές κάνοντας κάθε ημέρα διαμονής του αξέχαστη.
Σήμερα το χωριό χαρακτηρίζεται ως ένα από τα πιο ζωντανά ορεινά χωριά της Πελοποννήσου και παρέχει τόσο στους μόνιμους κατοίκους, όσο και στον επισκέπτη, πληθώρα υπηρεσιών φιλοξενίας.
Οι Καρυές αποτελούν το ιδανικό ορμητήριο για δραστηριότητες και αποδράσεις στον Πάρνωνα και όχι μόνο. Οι λάτρεις της φύσης, της ορειβασίας και του περπατήματος, μπορούν να περιηγηθούν στα φυσικά μονοπάτια της ευρύτερης περιοχής και να απολαύσουν τις αμέτρητες ομορφιές της φύσης.
Άλλωστε από τις Καρυές διέρχεται το ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4 που ξεκινά από τα Πυρήναια Όρη, εισέρχεται βόρεια στην Ελλάδα από τη Φλώρινα και τερματίζει στο Ζάκρο της Κρήτης.
Αξίζει να περιηγηθείτε στον ιστοχώρο των Καρυών, να γνωρίσετε τα αξιοθέατα του τόπου, τα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία του, καθώς και τις εκδηλώσεις και δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο στις Καρυές από τους δραστήριους Συλλόγους, οι οποίες προσδίδουν παραδοσιακό και ευχάριστο "χρώμα" στη διαμονή των κατοίκων και επισκεπτών αυτού του τόπου.
Η τοποθεσία κατοικείται και είναι γνωστή από την αρχαιότητα, με αναφορές τόσο στους κατοίκους της όσο και στο ιερό της Καρυάτιδας Αρτέμιδος. Το χωριό συνδέεται επίσης με τις Καρυάτιδες, δηλαδή τα νεαρά κορίτσια των Καρυών, οι οποίες απεικονίζονται στο πασίγνωστο μνημείο που βρίσκεται στο Ερέχθειο της Ακρόπολης, καθώς και σε ομοίωμα που υπάρχει σε ύψωμα του οικισμού. Στη βυζαντινή περίοδο ονομάστηκε Αράχωβα, που σημαίνει επίσης καρυδότοπος, και κράτησε αυτή την ονομασία μέχρι τον 20ό αιώνα. Οι κάτοικοί της διακρίνονταν πάντα για το ανεξάρτητο πνεύμα τους και θυσιάστηκαν για τους αγώνες του Ελληνικού κράτους, δίνοντας στο χωριό ένα σημαντικό ρόλο στην περιοχή και στη νεότερη ιστορία. Πήραν μέρος στην Επανάσταση του 1821, πυρπολήθηκαν από τον Ιμπραήμ και πολέμησαν κατά των Γερμανών στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίοι κατέστρεψαν το χωριό το 1944, στο λεγόμενο «Κάψιμο της Αράχωβας».
Σήμερα, η έκταση του δημοτικού διαμερίσματος Καρυών του δήμου Σπάρτης σχηματίζει ένα τρίγωνο στα βόρεια του Νομού Λακωνίας και είναι η μεγαλύτερη σε έκταση πρώην κοινότητα του Νομού. Στο μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από χορτολιβαδικές εκτάσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται από κτηνοτροφικές μονάδες, καθώς και από δασικές εκτάσεις (Δάσος Καρυών). Δύο μικρά τμήματα ένα πέριξ του οικισμού και ένα ακόμα στο υψίπεδο Καρυών (ή «Αραχωβίτικος Κάμπος») αρδεύεται και καλλιεργείται (πατάτες, σίτος, βρώμη και οπωροκηπευτικά προϊόντα), ενώ υπάρχουν και κτήματα με καρυδιές και καστανιές. Το χωρίο αποτελείται από τις εξής συνοικίες:
Οι Άνω Καρυές αποτελούνται από τους συνοικισμούς Άγιος Ανδρέας, Άγιος Ιωάννης, Βεργατσούλα και Πινιγούρα.
Οι Κάτω Καρυές αποτελούνται από τους συνοικισμούς Ράχη και Κουτσομαχαλάς.
Ο συνοικισμός Καλύβια, εκτός του κυρίως οικισμού, στο 6ο χλμ. της οδού Καρυών-Σπάρτης.
Φωτογραφίες Καρυές
Το όρος Πάρνωνας ή Μαλεβός είναι ο μεγαλύτερος ορεινός όγκος της Πελοποννήσου. Καταλαμβάνει έκταση 2 εκ. στρέμ., από τα οποία τα 650.000 είναι πάνω από την ισοϋψή των 1000 μ. Ψηλότερη κορυφή του είναι η Μεγάλη Τούρλα (ή Κρόνιο), με υψόμετρο 1936μ. Υπάρχουν 10 ακόμα κορυφές πάνω από τα 1500 μ. Από αυτές οι σημαντικότερες είναι η μικρή Τούρλα, (1800μ.), Γαϊτανοράχη, (1801μ.), Προφήτης Ηλίας (1788) και Πρεζέση (1701). Το 86% της συνολικής του έκτασης είναι δάση και βοσκοτόπια και το 15% γεωργική γη. Το κλίμα του Πάρνωνα είναι ήπιο με σχετικά μικρή διάρκεια χιονοκάλυψης. Ο Πάρνωνας χαρακτηρίζεται από σχετική ομαλότητα και ιδιαίτερα πλούσια χλωρίδα. Με εξαίρεση τις ψηλές κορφές του, είναι βουνό με πλούσια βλάστηση και πολυσύνθετη χλωρίδα, με σπάνια μάλιστα φαρμακευτικά - αρωματικά φυτά. Παρουσιάζει εμφανίσεις μεταμορφωμένου ασβεστόλιθου. Το υπόστρωμα φλύσχη, αναδύεται συχνά στην επιφάνεια και δημιουργεί δάση μαυρόπευκου και καστανιάς. Ετσι, ο Πάρνωνας καλύπτεται από πολλά δάση που αποτελούνται από Μαύρη Πεύκη, Κεφαληνιακή Ελάτη, μηλόκεδρο, δρυς, πλατάνια, καστανιές και χαρουπιές. Γύρω από τη Μονή της Μαλεβής υπάρχει δάσος δενδρόκερδου, μοναδικό στην Ευρώπη, το οποίο έχει χαρακτηρισθεί σαν διατηρητέο μνημείο της φύσης και ενταχθεί σαν προστατευόμενη περιοχή στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000. Μοναδικό από άποψη φυσικής ομορφιάς είναι επίσης το καστανόδασος στην περιοχή της Καστάνιτσας καθώς και το δρυόδασος Σέλας της Σίταινας. Και τα δύο αυτά δάση, μαζί με τον υγρότοπο Μουστού, τον Ωριόντα, την κοιλάδα του Δαφνώνα, την επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς και τις περιοχές με υψόμετρο άνω των 1.200 μέτρων, έχουν ενταχθεί στο ίδιο Ευρωπαϊκό Δίκτυο. Επίσης στον Πάρνωνα έχουν καταγραφτεί πάνω από 80 είδη σπάνιων και προστατευόμενων φυτών, αρκετά από τα οποία είναι φαρμακευτικά και αρωματικά και 12 ενδημικά.
Οικισμοί
Το βουνό είναι διάσπαρτο από πανέμορφους οικισμούς. Στην Τσακωνιά και στην γύρω της περιοχή είναι το Λεωνίδιο, Τυρός, Χάραδρος, Μέλανα, Πραστός, Σίταινα, Πλάτανος, Κοσμάς, Καστάνιτσα, Αγ. Βασίλειος, Τσιτάλια, Παλαιοχώρι, Πλατανάκι, Και ακόμα τα Πελετά, Αμυγδαλιά, Πηγάδι, Κουνουπιά, Μαρί, Βλησιδιά, Αγιος Πέτρος, Καστριτοχώρια, Μελιγού, Βέρβενα, Δολιανά, Μαυρίκι, (άνω) Κούτουφα, Βούρβουρα, Καρυές, Βαρβίτσα, Βαμβακού, Πολύδροσο, Βρέσθενα, Γεράκι και Αγιος Δημήτριος. Γεμάτος από ωραίες διαδρομές και γραφικά χωριά, ο Πάρνωνας είναι ιδανικός τόπος για περιήγηση, πεζοπορία, ορειβασία και κυνήγι.
Καταφύγιο
Σε απόσταση 25 χιλ. από τον Αγιο Πέτρο υπάρχει ορειβατικό καταφύγιο που προσφέρει δυνατότητα διανυκτέρευσης και το οποίο συνδέεται με άσφαλτο με το δρόμο Αγίου Πέτρου - Αστρους. Από το καταφύγιο η ορειβατική πορεία μέχρι την "Μεγάλη Τούρλα" διαρκεί 6 περίπου ώρες. Στην κορυφή αυτή, όπως και στις υπόλοιπες κορυφές οδηγούν αρκετά μονοπάτια. Οι πεζοπορικές διαδρομές και αναβάσεις είναι θαυμάσιες και αποκαλύπτουν τη μαγεία του βουνού. Κατάλληλοι τόποι αφετηρίας γι' αυτές είναι ο Αγιος Πέτρος, ο Αγιος Ανδρέας, η Σίταινα, η Καστάνιτσα και ο Πλάτανος.
Ο Ταΰγετος είναι η υψηλότερη οροσειρά της Πελοποννήσου, εκτεινόμενη μεταξύ των λεκανών Μεγαλόπολης-Ευρώτα και Μεσσηνίας. Η κορυφή του έχει ύψος 2.404 μέτρα και ονομάζεται Προφήτης Ηλίας ή Αγιολιάς, από το ομώνυμο εκκλησάκι που κτίσθηκε κοντά στην κορυφή του, ενώ στα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Ταλετός.
Η ονομασία
Η ονομασία Ταΰγετος, όπως μαρτυρά ο Παυσανίας, έχει μυθολογικές ρίζες. Προέρχεται από την Ταϋγέτη, μία από τις Ατλαντίδες, η οποία, γεμάτη ντροπή από το αθέλητο ζευγάρωμά της με τον Δία, έβαλε τέλος στη ζωή της πέφτοντας σε γκρεμό του βουνού. Ο Όμηρος αποκαλεί τον Ταΰγετο "περιμήκειον", λόγω του μεγάλου μήκους της οροσειράς, ενώ ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς θεωρεί ότι το όνομά του προέρχεται από τη λέξη "ταΰς", η οποία σημαίνει "μέγας" ή "πολύς". Ο Βιργίλιος τον αναφέρει ως Ταΰγετα, ενώ κατά τη βυζαντινή περίοδο λεγόταν και Πενταδάκτυλος, λόγω των πέντε κορυφών του κεντρικού συγκροτήματος.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας επικράτησε η ονομασία Ζυγός του Μελιγού, από το σλαβικό φύλο των Μελιγγών οι οποίοι, μαζί με τους επίσης σλαβόφωνους Εζερίτες, κατοικούσαν εκεί. Στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, η οροσειρά λεγόταν "Αγιολιάς ο μακρυνός", από το μεγάλο μήκος της οροσειράς, μέχρι τελικά που ξαναπήρε το αρχαίο όνομα, Ταΰγετος. Από τους Έλληνες ναυτικούς που λαμβάνουν την κορυφή του σε διοπτεύσεις ονομάζεται "βουνό της Μάνης".
Περιγραφή
Η κορυφή Προφήτης Ηλίας
Μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, "όρος υψηλόν τε και όρθιον" κατά τον Στράβωνα, ο Ταΰγετος είναι ένα από τα μεγαλύτερα βουνά της Ελλάδας, με μήκος 115 χλμ. περίπου, μέγιστο πλάτος 30 χιλιόμετρα και έκταση 2.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο εντυπωσιακός ορεινός όγκος του έχει το μεγαλύτερο ύψος απ' όλα τα βουνά της Πελοποννήσου (2.404 μ.) και γι' αυτό χαρακτηρίζεται ως "τρούλος του Μοριά".
Όμορφα χωριά, όπως το Γεωργίτσι, το Καστόρι, η Πελλάνα, η Αναβρυτή, δύσβατα μονοπάτια, εύφορες κοιλάδες, διαδοχικές χαραδρώσεις που καταλήγουν στη θάλασσα, απότομες κορυφές και μεγάλα οροπέδια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του Ταΰγετου. Στη δυτική πλευρά του βρίσκεται η περιοχή της Καλαμάτας και στην ανατολική ο Μυστράς και η Σπάρτη.
Η περιοχή έχει ενταχθεί στο δίκτυο βιοτόπων Natura 2000. Επίσης, η περιοχή υπάγεται στις σημαντικές για τα πουλιά περιοχές της Ελλάδας (Important Bird Areas).
Ο Ταΰγετος καταλαμβάνει εκτάσεις των νομών Λακωνίας, Μεσσηνίας και Αρκαδίας. Στα ανατολικά, τον χωρίζει από τον Πάρνωνα ο Ευρώτας ποταμός. Στα δυτικά, οι απολήξεις του φτάνουν στη Μεσσηνιακή πεδιάδα, ενώ στα νότια προβάλλει η χερσόνησος της Μάνης μεταξύ του Λακωνικού και του Μεσσηνιακού κόλπου. Βόρεια, η λεκάνη της Μεγαλόπολης παρεμβάλλεται μεταξύ των Αρκαδικών βουνών και των βορειότερων προεκτάσεων του Ταΰγετου.
Η οροσειρά του Ταΰγετου συγκροτείται από τέσσερα κύρια τμήματα:
α) τον Βόρειο ή Ξεροβούνα, από το χωριό Λεοντάρι έως τη διάβαση της Λαγκάδας (1.296 μ.),
β) τον Μέσο Ανατολικό, με την ψηλότερη κορυφή (προς την Σπάρτη),
γ) τον Δυτικό και
δ) τον Νότιο Ταΰγετο, που περιλαμβάνει το όρος Σαγγιά, σχηματίζει τη χερσόνησο της Μάνης και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο.
Χαρακτηριστικά της μορφολογίας του Ταΰγετου είναι η Μεγάλη Λαγκάδα που καταλήγει στο χωριό Τρύπη και τα φαράγγια του Ριντόμου, του Βυρού και της Βαρδούνιας. Ψηλότερη κορυφή του βουνού, αλλά και της Πελοποννήσου, είναι ο Προφήτης Ηλίας (2.404 μ.). Άλλες κορυφές του βουνού είναι το Σιδηρόκαστρο (2.340 μ.), το Σπανακάκι (2.024 μ.), η Νεραϊδοβούνα (2.020 μ.), τα Γούπατα (2.031 μ.), το Κουφοβούνι (1.850 μ.), το Χαλασμένο Βουνό (2.204 μ.) κ.α.
Το μεγαλύτερο μέρος του βουνού -όπως και τα περισσότερα βουνά της Πελοποννήσου- και ιδιαίτερα η ανώτερη ζώνη του, αποτελείται από πλακώδεις κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους. Στο ανατολικό μέρος εμφανίζονται σχιστόλιθοι και φυλλίτες, ενώ πολλές ορθοπλαγιές σχηματίζονται από κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους και δολομίτες. Γεωτεκτονικά, ο Ταΰγετος ανήκει στη ζώνη των Ταλέων ορέων.
Οι ανατολικές πλαγιές του βουνού σχηματίζουν πολλές χαράδρες, οι οποίες τροφοδοτούν με νερό τον Ευρώτα, το σπουδαιότερο ποτάμι της νότιας Πελοποννήσου. Από το συγκρότημα των κεντρικών κορυφών απορρέουν τα νερά που σχηματίζουν στα δυτικά το ποτάμι της Καρδαμύλης και της Σαντάβας, τον Νέδωνα και τον Πάμισσο, ενώ στα βόρεια απορρέει ο παραπόταμος του Αλφειού Καρνίων.
Το κλίμα του Ταΰγετου είναι γενικά ηπειρωτικό, με μεγάλες χιονοπτώσεις κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από έλατα και μαυρόπευκα, ενώ έχει μεγάλο αριθμό ρεμάτων και μικρών ποταμών.
Οικολογία
Ο πετροκότσυφας (monticola saxatilis) έρχεται στην περιοχή την άνοιξη, από την Αφρική, και φωλιάζει σε βραχώδεις τοποθεσίες, στη μέση ορεινή ζώνη.
Στον Ταΰγετο διακρίνονται τέσσερις ζώνες βλάστησης, που έχουν σχέση με το υψόμετρο. Στα χαμηλά, ως τα 700-800 μ., κυριαρχούν οι μεσογειακοί θαμνώνες (μεσογειακή μακία), με μεγάλη ποικιλία θάμνων και φρυγάνων. Κυρίαρχα είδη είναι τα πουρνάρια, οι χουμαριές, τα σχίνα, τα σφενδάμια, οι γκορτσιές κ.ά. Από τα 700-800 μ. ως τα 1.700-1.800 μ. βρίσκεται η ζώνη των ορεινών κωνοφόρων, με κυρίαρχα είδη το μαυρόπευκο (pinus nigra), το έλατο και τον κέδρο. Πιο ψηλά, ως τα 2.000 μ., απλώνεται η λεγόμενη υποαλπική ζώνη, όπου φυτρώνουν μόνο λιγοστά έλατα και μαυρόπευκα και το έδαφος καλύπτεται από πολυετή, νανώδη φυτά και μικρούς θάμνους. Πάνω από τα 2.000 μ. βρίσκεται πλέον η αλπική ζώνη, όπου δεν υπάρχουν καθόλου δέντρα και μόνο νανώδη, πολυετή φυτά φύονται ανάμεσα στους βράχους και στα πετρολίβαδα.
Στον Ταΰγετο παρατηρείται και η λεγόμενη αζωνική βλάστηση των ρεματιών. Κυρίαρχο είδος αυτού του τύπου βλάστησης είναι ο πλάτανος (platanus orientalis), που φυτρώνει στις όχθες των ρεμάτων και σε χαράδρες, ανεξάρτητα από το υψόμετρο.
Η χλωρίδα του Ταΰγετου είναι εξαιρετικά πλούσια και περιλαμβάνει περισσότερα από 1.000 είδη φυτών. Από αυτά, 33 είναι ενδημικά της περιοχής και 100 είναι ενδημικά της Ελλάδας. Υπάρχουν όμως και είδη που, χωρίς να είναι ενδημικά, είναι πολύ σπάνια για την Ελλάδα και την Ευρώπη και έχουν ασιατική προέλευση.
Ξεχωρίζουν η ακουιλέγια του Ταΰγετου (aquilegia ottonis ssp. taygeta), ο αστράγαλος του Ταΰγετου (astralagus taygeteus), η γιουρινέα του Ταΰγετου (jurinea taygetea), η καμπανούλα (campanula topoliana ssp. tordifolia) και το υπερικό του Ταΰγετου (hypericum taygeteum). Υπάρχουν επίσης πολλά ορχεοειδή, κρόκοι και καμπανούλες.
Σε παλαιότερες εποχές υπήρχαν στον Ταΰγετο πολύ περισσότερα είδη θηλαστικών. Είναι ιστορικά βεβαιωμένα ότι στα δάση του ζούσαν αρκούδες, λύκοι, λύγκες, ελάφια, ζαρκάδια και αγριογούρουνα. Σήμερα το βουνό φιλοξενεί 19 είδη θηλαστικών, όπως η αλεπού, ο λαγός, ο σκαντζόχοιρος, το κουνάβι, η νυφίτσα και ο ασβός, και ίσως το τσακάλι.
Η ορνιθοπανίδα του βουνού εξακολουθεί να είναι πλούσια, ενώ περιλαμβάνει και αρκετά σπάνια είδη. Από τα 87 είδη πουλιών που έχουν καταγραφεί, ξεχωρίζουν αρπακτικά, όπως ο φιδαετός, η γερακίνα, ο χρυσαετός, ο σπιζαετός, αλλά και πλήθος στρουθιόμορφων και άλλων πουλιών, όπως κίσσες, κοτσύφια, δρυοκολάπτες, φάσες κ.α.
Σημαντική είναι και η ερπετοπανίδα του Ταΰγετου, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και δύο σπάνιες σαύρες: την podarcis peloponnesiaca και τη lacerta graeca, καθώς και την κρασπεδοχελώνα. Μεγάλοι πληθυσμοί από σπάνια έντομα, τρωκτικά, χειρόπτερα και εντομοφάγα συμπληρώνουν το ζωικό κόσμο του βουνού. Στον Ταΰγετο έχουν, τέλος, καταγραφεί 100 είδη πεταλούδας μ' ένα ενδημικό (polyommatus menelaos).
Ο Ταΰγετος, όπως και τα περισσότερα όρη της Ελλάδας, αντιμετωπίζει οικολογικά προβλήματα, όπως αλόγιστη υλοτόμηση, πυρκαγιές, εκχερσώσεις και υπερβόσκηση που εμπόδισαν την φυσική αναγέννηση των δασών του, αλλά και τις λατομικές δραστηριότητες, τα έργα οδοποιίας και την αυθαίρετη δόμηση που αλλάζουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον του.
Ο Ταΰγετος στη λογοτεχνία
Ο Στράτης Μυριβήλης χαρακτήρισε τον Ταΰγετο "αρσενικό βουνό", ενώ ο Κώστας Ουράνης σημειώνει:
"Άλλοτε, πριν δω τον Ταΰγετο, εθεωρούσα κι εγώ, μαζί με όλους τους άλλους, κατώτερη τη φυλή αυτή, που χάθηκε από το πρόσωπο της γης χωρίς να αφήσει τίποτα για να θυμίζει τη διάβασή της: ούτε ένα ναό, ούτε ένα έργο τέχνης. Τώρα αισθάνομαι ότι οι Σπαρτιάτες άφησαν ως μνημείο τους τον Ταΰγετο, γιατί εμπνεόμενοι από την περήφανη παρουσία του, ύψωσαν την ψυχή τους ίσαμε την ψηλότερη κορφή του κι έγιναν ένα με αυτόν".
Ο ποιητής Κώστας Πασαγιάννης, με τη σειρά του, τον αντιμετωπίζει ως τη "μήτρα", που συμβολίζει την επιστροφή στην πατρίδα, ενώ για τον Νίκο Καζαντζάκη είναι "η σκληρή φωνή του ανήλεου θεού του γένους". Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, τέλος, τον θέλει "αγαθό γέροντα", ο οποίος "του στάθηκε όπως ο κόρφος της μητέρας" του.
Φωτογραφίες Ταύγετος
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά σπήλαια της Ελλάδας βρίσκεται καλά κρυμμένο στο νότιο άκρο της Πελοποννήσου, λίγα λεπτά από τη Νεάπολη. Η καταπράσινη ορεινή διαδρομή για το σπήλαιο ακολουθεί την ανατολική απόληξη του Πάρνωνα που σβήνει στο ακρωτήριο του Μαλέα.
Πλούσιο σε πυκνότητα και ποικιλία σχημάτων, χρωμάτων και μορφών, το σπήλαιο κατατάσσεται δεύτερο στο είδος του σε όλη την Ευρώπη. Τρία εκατομμύρια χρόνια χρειάστηκε η φύση για να δημιουργήσει τον απαράμιλλο λιθωματικό διάκοσμο και να πλάσει σώματα και μορφώματα μιας φαντασίας αμύθητης. Ανάμεσα στους θεόρατους κόκκινους και λευκούς «καταρράκτες», τις γιγάντιες πολύσχημες κολώνες, τις «κουρτίνες» και τα «σεντόνια» που ξεχύνονται σαν κέρινα ομοιώματα απ' την οροφή, φωλιάζουν «χταπόδια» και «κοράλια», «ελεφαντάκια» και «μανιτάρια», «πουλιά» και καρικατούρες, «εξωτικά φυτά» και μνημειώδη πλάσματα.
Η έκταση του Σπηλαίου είναι 1.500 τ.μ., χωρίζεται σε δύο επίπεδα και ο επισκέπτης το περιέρχεται με μια διαδρομή 500 μ. Σπάνιες παρουσίες όπως δίσκοι, επίπεδοι σταλαγμίτες, εκκεντρίτες και ελικτίτες, έχουν τον ιδιαίτερο τόπο τους στο σπήλαιο και αποτελούν σημαντικούς σταθμούς της ξενάγησης. Με λίγη τύχη, ίσως να συναντήσετε έναν ευγενή μόνιμο κάτοικο του σπηλαίου, το τυφλό και κουφό δολιχόποδο.
Το σπήλαιο σχηματίστηκε μέσα σε ασβεστόλιθους ιουρασικής ηλικίας (145 έως 195 εκατομ. χρόνων) της ενότητας «Τριπόλεως», μετά από μια περίοδο γεωλογικών ταραχών που την διαδέχθηκε μια δραστήρια περίοδος σταγονορροής και δημιουργίας χημικών ιζημάτων. Ο λιθοματικός διάκοσμος αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο σε κρυσταλλική μορφή, εμπλουτισμένο με οξείδια μετάλλων του υπεδάφους που του χαρίζουν την επτάχρωμη παλέτα του.
Στον προαύλιο χώρο του σπηλαίου λειτουργεί αναψυκτήριο, ενώ σε μικρή απόσταση βρίσκεται το παμπάλαιο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, σημαδεμένο απ' τα περάσματα κουρσάρων και κατακτητών.
Οδηγίες Πρόσβασης
Το σπήλαιο βρίσκεται στην κυκλική διαδρομή που συνδέει τα ορεινά χωρία Καστανιά, Άνω Καστανιά, Φαρακλό και Μεσοχώρι με τη Νεάπολη. Λεωφορεία και άλλα μεγάλα οχήματα θα πρέπει να ακολουθήσουν τη διαδρομή από Μεσοχώρι λόγω στενότητας του δρόμου μέσω Καστανιάς.
Χώρος για στάθμευση αυτοκινήτων βρίσκεται στην είσοδο του σπηλαίου.
Επικοινωνία: Τηλέφωνα: 2734360100, 2734023623
Ημέρες και ώρες λειτουργίας:
Θερινό ωράριο λειτουργίας 10:00 ως 18:00 καθημερινά.
Το χειμώνα λειτουργεί Σαββατοκύριακα 10:00 ως 15:00.
έως την 17η Ιουνίου 2012 κάθε Σάββατο και Κυριακή από 10:00 έως 15:00
(πρώτη ξενάγηση 10:30 - τελευταία ξενάγηση 14:30).
Τιμές εισιτηρίων:
Ενήλικες: € 7,00
Ενήλικες ως μέλη ομάδας: € 5,00
Παιδιά (6 έως 18 ετών) και σπουδαστές: € 3,00
Παιδιά κάτω των 6 ετών: Δωρεάν
Φωτογραφίες Σπήλαιο Καστανιάς
Η Σκάλα είναι κωμόπολη του Νομού Λακωνίας και έδρα του καλλικρατικού Δήμου Ευρώτα. Ο οικισμός βρίσκεται 38 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Σπάρτης. Ο πληθυσμός είναι 3.067 κάτοικοι, του σύμφωνα με την απογραφή του 2011.
Το όνομα της κοινότητας προέρχεται από την αποβάθρα του Βασιλοπόταμου που υπήρχε στη συγκεκριμένη θέση,[1] όταν ο ποταμός χτίστηκε για να γίνει πλωτός και να εξυπηρετεί τη διακίνηση εμπορευμάτων κατά τη διάρκεια της Ενετικής περιόδου.[2]
Η Σκάλα αναφέρεται ήδη το 1700 στην ενετική απογραφή, όπου και καταγράφονται 61 οικογένειες με 219 κατοίκους συνολικά. Κατά την Ενετική περίοδο η Σκάλα ήταν μέρος της αυτόνομης επαρχίας (τεριτόριο) της πεδιάδας του Έλους. Ύστερα από την επιστροφή των Οθωμανών το 1715 η σημασία της Σκάλας υποβαθμίστηκε αφού αποκόπηκε από τα δίκτυα μεταφορών λόγω της παραμέλησης των ενετικών έργων στον Βασιλοπόταμο.
Τον κάμπο της Σκάλας τον διασχίζουν δύο ποτάμια, ο Βασιλοπόταμος και ο Ευρώτας, τα οποία συντελούν στο να είναι μια από τις πιο εύφορες περιοχές της Λακωνίας. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, με σημαντικότερες καλλιέργειες τα πορτοκάλια Βαλέντσια και τη μελισσοκομία.
Έδρα του Δήμου Ευρώτα είναι η Σκάλα, η οποία απέχει 254 χλμ. από την Αθήνα και 41,5 χλμ. από την Σπάρτη. Η πρωτεύουσα του Νομού Λακωνίας, καθώς και η έδρα του Δήμου Ευρώτα η Σκάλα είναι προσβάσιμη με ΚΤΕΛ.
Την είσοδο της πόλης της Σκάλας κοσμεί ο Βοτανικός Κήπος του Ιπποκράτη. Ένα έργο διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος εκτάσεως περίπου τεσσάρων στρεμμάτων. Το περίφημο πάρκο - Βοτανικός Κήπος του Ιπποκράτη περιλαμβάνει διάδρομο περιπάτου, χλοοτάπητα, δέντρα, θάμνους και κυρίως φυτά, τα οποία χρησιμοποιούσε ο Ιπποκράτης για θεραπευτικούς σκοπούς.
Τα φυτά του Ιπποκράτη είναι τοποθετημένα και ομαδοποιημένα σε συγκεκριμένα σημεία και επισημαίνονται με ενδείξεις. Κάποια μεγάλα δέντρα του Ιπποκράτη δε, είναι διασκορπισμένα σε όλη την έκταση του πάρκου, τα οποία επίσης επισημαίνονται. Αρχικά φιλοξενήθηκαν ποικιλίες από μάραθο, μαντζουράνα, δάφνη, μυρτιά, κέδρο, φασκόμηλο, δυόσμο και με την πάροδο του χρόνου προστέθηκαν άλλα είδη.